σκανταλιάρω

σκανταλιάρω
και σκανταγιάρω Ν [σκαντάλιο / σκαντάγιο]
μετρώ το βάθος τής θάλασσας ή διερευνώ τη διαμόρφωση τού βυθού της με το σκαντάλιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκανταλιάρισμα — το, Ν [σκανταλιάρω] μέτρηση τού βάθους τής θάλασσας ή ανίχνευση τής διαμόρφωσης τού βυθού της που γίνεται με το σκαντάλιο …   Dictionary of Greek

  • σκανταγιάρω — και σκανταλιάρω (λ. ιταλ.), μετρώ το βάθος της θάλασσας ή εξετάζω το βυθό με σκαντάγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”